- δενδιλλω
- δενδίλλωмногозначительно взглядывать, подмигивать
(ἔς τινα Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἔς τινα Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δενδίλλω — (Α) παρατηρώ με γρήγορες ματιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό τ. με αναδιπλασιασμό, αβέβαιης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
δενδίλλει — δενδίλλω turn the eyes pres ind mp 2nd sg δενδίλλω turn the eyes pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδίλλειν — δενδίλλω turn the eyes pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδίλλων — δενδίλλω turn the eyes pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδενδίλλειν — ἐν δενδίλλω turn the eyes pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)